ωκεανολογία

ωκεανολογία
Κλάδος της γεωμορφολογίας, ο οποίος έχει ως αντικείμενο μελέτης τον υδροχώρο των ωκεανών. Συγκεκριμένα εξετάζει τη διαμόρφωση των μεγάλων ωκεάνιων λεκανών και ειδικότερα ενδιαφέρεται για τις φυσικές και χημικές ιδιότητες των θαλασσίων υδάτων, για τα φαινόμενα που συντελούνται μέσα σε αυτά καθώς και για την απέραντη ποικιλία των φυτικών και ζωικών οργανισμών, που απαντούν στις θάλασσες. Ορισμένοι επιστήμονες και συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο δυναμική ω. για να χαρακτηρίσουν τον τομέα εκείνο της ω. που εξετάζει κυρίως την κατά μάζες κίνηση των θαλασσινών υδάτων και τη μεταφορά τους από τη μία θαλάσσια περιοχή στην άλλη. Εξάλλου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τομέας της ω., ο οποίος μελετά τις σχέσεις των εμβίων όντων γενικά και του υδάτινου περιβάλλοντός τους, καθώς και η ανίχνευση του βυθού της θάλασσας. Υπέρυθρη φωτογραφία κοραλλιογενούς υφάλου τραβηγμένη από δορυφόρο. Αυτές οι φωτογραφίες αποτελούν απαραίτητο εργαλείο στη μελέτη των ωκεανών (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, Ν
επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον συνδυασμό τών φυσικών, χημικών, γεωλογικών και βιολογικών ερευνών με τις τεχνικές οι οποίες σχετίζονται με τη μελέτη και την χρήση τού ωκεανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oceanology < ωκεανός + -λογία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ωκεανολογικός — ή, ό, Ν [ωκεανολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανολογία …   Dictionary of Greek

  • ωκεανολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην ωκεανολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωκεανός + λόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”